εὔλυτον

εὔλυτον
εὔλυτος
easy to untie
masc/fem acc sg
εὔλυτος
easy to untie
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵԼՈՒԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 447 Chronological Sequence: 8c գ. τὸ εὕλυτον expeditum esse (որպէս նիւթական թարգմանութիւն յն. ձայնի.) Ամենայնիւ լոյծ կամ արձակ գոլն. անարգել եւ անխափան ազատութիւն. *Զմերկն եւ զբոկ (լինել հրեշտակաց՝ իմա՛) զարձակութիւնն եւ զբարելուծութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”